βρομόγλωσσος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βρομόγλωσσος η βρομόγλωσση το βρομόγλωσσο
      γενική του βρομόγλωσσου της βρομόγλωσσης του βρομόγλωσσου
    αιτιατική τον βρομόγλωσσο τη βρομόγλωσση το βρομόγλωσσο
     κλητική βρομόγλωσσε βρομόγλωσση βρομόγλωσσο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βρομόγλωσσοι οι βρομόγλωσσες τα βρομόγλωσσα
      γενική των βρομόγλωσσων των βρομόγλωσσων των βρομόγλωσσων
    αιτιατική τους βρομόγλωσσους τις βρομόγλωσσες τα βρομόγλωσσα
     κλητική βρομόγλωσσοι βρομόγλωσσες βρομόγλωσσα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βρομόγλωσσος < βρομό- + -γλωσσος ή βρομόγλωσσ(α) + κατάληξη επιθέτου -ος [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /vɾoˈmo.ɣlo.sos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βρομόγλωσσος

Επίθετο

βρομόγλωσσος, -η, -ο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.