βρομοκοπάω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βρομοκοπάω < βρομο- + -κοπ(ώ) + -άω

Ρήμα

βρομοκοπάω, πρτ.: βρομοκοπούσα/βρομοκόπαγα, αόρ.: βρομοκόπησα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

Κλίση

Σπάνια η κλίση σε -ώ.

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.