βρομόκαιρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βρομόκαιρος οι βρομόκαιροι
      γενική του βρομόκαιρου των βρομόκαιρων
    αιτιατική τον βρομόκαιρο τους βρομόκαιρους
     κλητική βρομόκαιρε βρομόκαιροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βρομόκαιρος < βρομό- + -καιρος

Ουσιαστικό

βρομόκαιρος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.