βρομάνθρωπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βρομάνθρωπος | οι | βρομάνθρωποι |
| γενική | του | βρομάνθρωπου | των | βρομάνθρωπων |
| αιτιατική | τον | βρομάνθρωπο | τους | βρομάνθρωπους |
| κλητική | βρομάνθρωπε | βρομάνθρωποι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
βρομάνθρωπος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.