βρομοκατησχυμμένος

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

βρομοκατησχυμμένος < βρομο- + κατησχυμμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του καταισχύνω

Μετοχή

βρομοκατησχυμμένος

Συγγενικά

  • καταισχυμμή, κατῃσχυμμή
  • καταισχύνω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.