βρομοκατησχυμμένος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- βρομοκατησχυμμένος < βρομο- + κατησχυμμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του καταισχύνω
Συγγενικά
- καταισχυμμή, κατῃσχυμμή
- καταισχύνω
Πηγές
- βρομοκατησχυμμένος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.