-ύνω
Νέα ελληνικά (el)
- -ύνω < αρχαία ελληνική -ύνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈi.no/
Κατάληξη ρημάτων
-ύνω (παθητική φωνή: -ύνομαι)
- επίθημα σχηματισμού ρημάτων από επίθετα, που δείχνει ότι το παραγώμενο ρήμα προσδίδει στο αντικείμενό του το χαρακτηριστικό που δηλώνει το α’ συνθετικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.