αβράδιαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αβράδιαστος | η | αβράδιαστη | το | αβράδιαστο |
| γενική | του | αβράδιαστου | της | αβράδιαστης | του | αβράδιαστου |
| αιτιατική | τον | αβράδιαστο | την | αβράδιαστη | το | αβράδιαστο |
| κλητική | αβράδιαστε | αβράδιαστη | αβράδιαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αβράδιαστοι | οι | αβράδιαστες | τα | αβράδιαστα |
| γενική | των | αβράδιαστων | των | αβράδιαστων | των | αβράδιαστων |
| αιτιατική | τους | αβράδιαστους | τις | αβράδιαστες | τα | αβράδιαστα |
| κλητική | αβράδιαστοι | αβράδιαστες | αβράδιαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αβράδιαστος, -η, -ο
- που δεν φτάνει μέχρι το βράδυ
- (λογοτεχνικό) αυτός που δεν έχει τελειωμό
- ≈ συνώνυμα: ατέλειωτος
- αβράδιαστος πόνος
Συγγενικά
- αβράδιαστα
- → δείτε τις λέξεις βραδιάζω και βράδυ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.