αβράδιαστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβράδιαστος η αβράδιαστη το αβράδιαστο
      γενική του αβράδιαστου της αβράδιαστης του αβράδιαστου
    αιτιατική τον αβράδιαστο την αβράδιαστη το αβράδιαστο
     κλητική αβράδιαστε αβράδιαστη αβράδιαστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβράδιαστοι οι αβράδιαστες τα αβράδιαστα
      γενική των αβράδιαστων των αβράδιαστων των αβράδιαστων
    αιτιατική τους αβράδιαστους τις αβράδιαστες τα αβράδιαστα
     κλητική αβράδιαστοι αβράδιαστες αβράδιαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αβράδιαστος < α- + βραδιάζω + -τος

Επίθετο

αβράδιαστος, -η, -ο

  1. που δεν φτάνει μέχρι το βράδυ
  2. (λογοτεχνικό) αυτός που δεν έχει τελειωμό
     συνώνυμα: ατέλειωτος
    αβράδιαστος πόνος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.