βραδιάζει

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βραδιάζει < τρίτο ενικό πρόσωπο του ρήματος βραδιάζω

Ρήμα

βραδιάζει (απρόσωπο) , πρτ.: βράδιαζε, στ.μέλλ.: θα βραδιάσει, αόρ.: βράδιασε

  1. έρχεται το βράδυ, πέφτει σιγά σιγά το σκοτάδι
    όταν βράδιαζε μαζευόμαστε στο καθιστικό και ακούγαμε ιστορίες από τον παππού

Μεταφράσεις

Ρηματικός τύπος

βραδιάζει

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.