χάσιμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χάσιμο | τα | χασίματα |
| γενική | του | χασίματος | των | χασιμάτων |
| αιτιατική | το | χάσιμο | τα | χασίματα |
| κλητική | χάσιμο | χασίματα | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χάσιμο < χάνω
Ουσιαστικό
χάσιμο ουδέτερο
- η απώλεια αντικειμένου, κιλών (σπανίως για πρόσωπα)
- το χάσιμο του εισιτηρίου
- η σπατάλη
- Είναι χάσιμο χρόνου. Βρες κάτι καλύτερο να κάνεις.
Μεταφράσεις
χάσιμο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.