βράδιασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βράδιασμα τα βραδιάσματα
      γενική του βραδιάσματος των βραδιασμάτων
    αιτιατική το βράδιασμα τα βραδιάσματα
     κλητική βράδιασμα βραδιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βράδιασμα < βραδιάζω + -μα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈvɾa.ðʝa.zma/

Ουσιαστικό

βράδιασμα ουδέτερο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.