αβράδιαστα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αβράδιαστα < αβράδιαστος + -α
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αβράδιαστα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αβράδιαστος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.