αβράδιαστα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αβράδιαστα < αβράδιαστος +

Επίρρημα

αβράδιαστα

  1. χωρίς να βραδιάζει
  2. (μεταφορικά) (λογοτεχνικό) ατέλειωτα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αβράδιαστα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.