βουτυρωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βουτυρωμένος | η | βουτυρωμένη | το | βουτυρωμένο |
| γενική | του | βουτυρωμένου | της | βουτυρωμένης | του | βουτυρωμένου |
| αιτιατική | τον | βουτυρωμένο | τη | βουτυρωμένη | το | βουτυρωμένο |
| κλητική | βουτυρωμένε | βουτυρωμένη | βουτυρωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βουτυρωμένοι | οι | βουτυρωμένες | τα | βουτυρωμένα |
| γενική | των | βουτυρωμένων | των | βουτυρωμένων | των | βουτυρωμένων |
| αιτιατική | τους | βουτυρωμένους | τις | βουτυρωμένες | τα | βουτυρωμένα |
| κλητική | βουτυρωμένοι | βουτυρωμένες | βουτυρωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βουτυρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βουτυρώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.