φέουδο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φέουδο τα φέουδα
      γενική του φέουδου των φέουδων
    αιτιατική το φέουδο τα φέουδα
     κλητική φέουδο φέουδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φέουδο < (καθαρεύουσα) φέουδον < (άμεσο δάνειο) ιταλική feudo < μεσαιωνική λατινική feudum

Ουσιαστικό

φέουδο ουδέτερο

  1. τμήμα γης που παραχωρούσε την εποχή της φεουδαρχίας ο κυρίαρχος ηγεμόνας σε έναν υποτελή του σε αντάλλαγμα της αφοσίωσης και των στρατιωτικών υπηρεσιών του
     συνώνυμα: τιμάριο
  2. (μεταφορικά) κάτι στο οποίο θεωρεί κάποιος ότι έχει απόλυτο δικαίωμα να το χειρίζεται και/ή να το εκμεταλλεύεται ανεξέλεγκτα
    υπάρχει μια ομάδα βουλευτών που θεωρούν ότι το κόμμα είναι φέουδό τους

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.