βουνάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βουνάκι τα βουνάκια
      γενική
    αιτιατική το βουνάκι τα βουνάκια
     κλητική βουνάκι βουνάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βουνάκι < βουν(ό) + υποκοριστικό επίθημα -άκι, (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βουνάκι

Προφορά

ΔΦΑ : /vuˈna.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βουνάκι

Ουσιαστικό

βουνάκι ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

βουνάκι < βουν(όν) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό

βουνάκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του βουνόν
  2. (χαϊδευτικό) βουνό

  • βουνάκιν (τον 13ο αιώνα)

Συνώνυμα

άλλα υποκοριστικά:

  • βουνάριν, βουνάρι
  • βουνάριον
  • βουνόπουλον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.