βουνάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βουνάκι | τα | βουνάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | βουνάκι | τα | βουνάκια |
| κλητική | βουνάκι | βουνάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βουνάκι < βουν(ό) + υποκοριστικό επίθημα -άκι, (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βουνάκι
Προφορά
- ΔΦΑ : /vuˈna.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βου‐νά‐κι
Ουσιαστικό
βουνάκι ουδέτερο
- (λογοτεχνικό, ποιητικό) υποκοριστικό του βουνό
- ※ ⌘ Διονύσιος Σολωμός, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Β' σχεδίασμα, 2
- Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει
- ※ ⌘ Διονύσιος Σολωμός, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Β' σχεδίασμα, 2
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- βουνάκι < βουν(όν) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
- βουνάκιν (τον 13ο αιώνα)
Συνώνυμα
άλλα υποκοριστικά:
- βουνάριν, βουνάρι
- βουνάριον
- βουνόπουλον
Πηγές
- βουνάκι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.