βουναλάκια
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /vu.naˈla.ca/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βου‐να‐λά‐κια
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
βουναλάκια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βουναλάκι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.