βουβός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βουβός | η | βουβή | το | βουβό |
| γενική | του | βουβού | της | βουβής | του | βουβού |
| αιτιατική | τον | βουβό | τη | βουβή | το | βουβό |
| κλητική | βουβέ | βουβή | βουβό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βουβοί | οι | βουβές | τα | βουβά |
| γενική | των | βουβών | των | βουβών | των | βουβών |
| αιτιατική | τους | βουβούς | τις | βουβές | τα | βουβά |
| κλητική | βουβοί | βουβές | βουβά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βουβός < (ελληνιστική κοινή) βωβός
Προφορά
- ΔΦΑ : /vuˈvos/
Επίθετο
βουβός
- που δεν μπορεί να μιλήσει
- που δεν μιλάει σε μια συγκεκριμένη στιγμή
- που δεν περιέχει ομιλίες ή άλλους ήχους
- βουβός κινηματογράφος
- που δεν παράγει κάποιο ήχο
- συχνά η σοφία είναι βουβή, λες και δεν έχει χείλια, μα η μωρία ακούγεται εδώ και δέκα μίλια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.