βούβα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βούβα | οι | βούβες |
| γενική | της | βούβας | των | βουβών |
| αιτιατική | τη | βούβα | τις | βούβες |
| κλητική | βούβα | βούβες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βούβα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
βούβα θηλυκό
- (ιδιωματικό) μερίδιο(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- (ιδιωματικό των Δωδεκανήσων) άλλη μορφή του βούα[1][2]
Μεταφράσεις
βούβα
|
|
Αναφορές
- Νικόλαος Πολίτης"Πολίτης, Νικόλαος, Παροιμίαι Γ΄, σ. 660. Στο Google books· πρόσβαση: 2021-06-28.
- Τατιάνα Ζαϊκόβσκαγια, «Κυπριακή λαϊκή ορολογία υφαντικής: Προέλευση, σημασιολογία, γλωσσογεωγραφία», στον τόμο: Ακαδημία Αθηνών - Εταιρεία Νεοελληνικής Διαλεκτολογίας, Νεοελληνική διαλεκτολογία, τόμ. 5 (Αθήνα: 2008), σ. 653. Στον ιστότοπο academia.edu· πρόσβαση: 2021-06-28.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.