βουβών

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

βουβών

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

βουβών θηλυκό



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βουβών οἱ βουβῶνες
      γενική τοῦ βουβῶνος τῶν βουβώνων
      δοτική τῷ βουβῶν τοῖς βουβῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν βουβῶν τοὺς βουβῶνᾰς
     κλητική ! βουβών βουβῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βουβῶνε
γεν-δοτ τοῖν  βουβώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

βουβών, -ῶνος αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.