muet

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

muet < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /mɥɛ/
 

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό muet muets
θηλυκό muette muettes

muet (fr)

  1. βουβός
  2. (γλωσσολογία) άφωνος, που δεν προφέρεται
  3. αμίλητος

Σύνθετα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.