βούε
Τσακωνικά (tsd)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈvu.e/
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
βούε αρσενικό
- πληθυντικός αριθμός του βου
- ↪ ο βου - βούε
- το βόδι (o βους) - βόδια
- ↪ ο βου - βούε
Εκφράσεις
Πηγές
- σελ.195.jpg, τόμ.1 - , Τόμος 1ος@academyofathens, σελ.196.jpg, τόμ.1 - Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 1ος@academyofathens
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.