βούα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βούα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

βούα θηλυκό

  1. (ιδιωματικό των Δωδεκανήσων,[1] κυπριακά) οριζόντιος ιστός του αργαλειού· (κατ’ επέκταση) αργαλειός
      Δε βούα και πάρε πανί· 'δε μάννα και πάρε κόρη (παροιμία της Νισύρου)
  2. (ιδιωματικό, ιδίως σε Δωδεκάνησα) λάκκος στον οποίον αποθηκεύονται σιτηρά, ιδίως κριθάρι, συνήθως μέσα σε άχυρα

Συγγενικά

  • βουγιάζω (για την αποθήκευση)

Αναφορές

  1. Καθώς και στα απέναντι παράλια, της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας

Πηγές

  • Νικόλαος Πολίτης, Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του ελληνικού λαού, Γ΄: Παροιμίαι (Αθήνα: Τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου, 1901), σσ. 660-662. Στο Google books· πρόσβαση: 2021-06-28.
  • Γεώργιος Ν. Καζαβής, Νισύρου λαογραφικά (Νέα Υόρκη: D.C. Dirvy Publishers, 1940), σσ. 152 & 182.
  • Τατιάνα Ζαϊκόβσκαγια, «Κυπριακή λαϊκή ορολογία υφαντικής: Προέλευση, σημασιολογία, γλωσσογεωγραφία», στον τόμο: Ακαδημία Αθηνών - Εταιρεία Νεοελληνικής Διαλεκτολογίας, Νεοελληνική διαλεκτολογία, τόμ. 5 (Αθήνα: 2008), σσ. 652-654. Στον ιστότοπο academia.edu· πρόσβαση: 2021-06-28.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.