βοσνιακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βοσνιακός η βοσνιακή το βοσνιακό
      γενική του βοσνιακού της βοσνιακής του βοσνιακού
    αιτιατική τον βοσνιακό τη βοσνιακή το βοσνιακό
     κλητική βοσνιακέ βοσνιακή βοσνιακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βοσνιακοί οι βοσνιακές τα βοσνιακά
      γενική των βοσνιακών των βοσνιακών των βοσνιακών
    αιτιατική τους βοσνιακούς τις βοσνιακές τα βοσνιακά
     κλητική βοσνιακοί βοσνιακές βοσνιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βοσνιακός < Βοσνί(α) + -ακός [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /voz.ni.aˈkos/ & /vo.sni.aˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βοσνιακός

Επίθετο

βοσνιακός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.