brouhaha
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
brouhaha (en)
- ανακατωσούρα, μπλέξιμο
- επεισόδιο με αναταραχή, σύγχυση, καβγάς, ιδίως για κάτι το ασήμαντο
Γαλλικά (fr)
Ουσιαστικό
brouhaha (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) θόρυβος ενός πλήθους που επιδοκιμάζει, χειροκροτήματα
- θόρυβος ενός πλήθους, η βοή, η χάβρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.