βούισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βούισμα τα βουίσματα
      γενική του βουίσματος των βουισμάτων
    αιτιατική το βούισμα τα βουίσματα
     κλητική βούισμα βουίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βούισμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

βούισμα ουδέτερο

  • η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βουίζω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.