υπόκωφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπόκωφος | η | υπόκωφη | το | υπόκωφο |
| γενική | του | υπόκωφου | της | υπόκωφης | του | υπόκωφου |
| αιτιατική | τον | υπόκωφο | την | υπόκωφη | το | υπόκωφο |
| κλητική | υπόκωφε | υπόκωφη | υπόκωφο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπόκωφοι | οι | υπόκωφες | τα | υπόκωφα |
| γενική | των | υπόκωφων | των | υπόκωφων | των | υπόκωφων |
| αιτιατική | τους | υπόκωφους | τις | υπόκωφες | τα | υπόκωφα |
| κλητική | υπόκωφοι | υπόκωφες | υπόκωφα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υπόκωφος < αρχαία ελληνική ὑπόκωφος με αλλαγή σημασίας κατά το γαλλικό sourd
Επίθετο
υπόκωφος, -η, -ο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.