ἑλικοβλέφαρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἑλικοβλέφαρος | τὸ | ἑλικοβλέφαρον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἑλικοβλεφάρου | τοῦ | ἑλικοβλεφάρου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἑλικοβλεφάρῳ | τῷ | ἑλικοβλεφάρῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἑλικοβλέφαρον | τὸ | ἑλικοβλέφαρον | ||
| κλητική ὦ! | ἑλικοβλέφαρε | ἑλικοβλέφαρον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἑλικοβλέφαροι | τὰ | ἑλικοβλέφαρᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἑλικοβλεφάρων | τῶν | ἑλικοβλεφάρων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἑλικοβλεφάροις | τοῖς | ἑλικοβλεφάροις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἑλικοβλεφάρους | τὰ | ἑλικοβλέφαρᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἑλικοβλέφαροι | ἑλικοβλέφαρᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἑλικοβλεφάρω | τὼ | ἑλικοβλεφάρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἑλικοβλεφάροιν | τοῖν | ἑλικοβλεφάροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- ἑλικοβλέφαρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἑλικοβλέφαρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.