γλέφαρον

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

γλέφαρον < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

γλέφαρον ουδέτερο

  1. αιολικός τύπος του βλέφαρον
  2. δωρικός τύπος του βλέφαρον
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.