βλάμης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βλάμης | οι | βλάμηδες |
| γενική | του | βλάμη | των | βλάμηδων |
| αιτιατική | τον | βλάμη | τους | βλάμηδες |
| κλητική | βλάμη | βλάμηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βλάμης < (άμεσο δάνειο) αλβανική vëllam
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈvla.mis/
Ουσιαστικό
βλάμης αρσενικό (θηλυκό: βλάμισσα)
- (γενικότερα) σύντροφος, φίλος
- αδελφοποιτός
- ※ Αδελφοποιΐα επιχωριάζει με την λέξιν αδελφωσιά : οι αδελφοποιηθέντες λέγονταν μπράτιμοι ή βλάμηδες και οι συγγενείς σταυροπατέρας, σταυρομάνα, σταυραδέλφια. (Άννα I. Παπαμιχαήλ Κουτρούμπα, Ο σταυρός στους διαφόρους κλάδους του ελληνικού εθιμικού δικαίου, Επετηρίς του Λαογραφικού Αρχείου / Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, 1990 )
- (ειδικότερα, ιστορία) προσωνυμία που δινόταν στα μέλη του κατώτερου (πρώτου) βαθμού της Φιλικής Εταιρείας
- ≈ συνώνυμα: αδελφοποιτός
- → επόμενος βαθμός: συστημένος
- εραστής, αγαπητικός
- κουτσαβάκης, ψευτοπαλικαράς
- κουμπάρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.