βιογραφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βιογραφία | οι | βιογραφίες |
| γενική | της | βιογραφίας | των | βιογραφιών |
| αιτιατική | τη | βιογραφία | τις | βιογραφίες |
| κλητική | βιογραφία | βιογραφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- βιογραφώ
- βιογράφος
- αυτοβιογραφία
Μεταφράσεις
βιογραφία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.