αυτοβιογραφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αυτοβιογραφία | οι | αυτοβιογραφίες |
| γενική | της | αυτοβιογραφίας | των | αυτοβιογραφιών |
| αιτιατική | την | αυτοβιογραφία | τις | αυτοβιογραφίες |
| κλητική | αυτοβιογραφία | αυτοβιογραφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αυτοβιογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική autobiographie < αυτο- + (ελληνιστική κοινή) βιογραφία
Ουσιαστικό
αυτοβιογραφία θηλυκό
- η βιογραφία της οποίας ο συγγραφέας είναι το ίδιο το πρόσωπο που βιογραφείται
Συγγενικά
- αυτοβιογράφημα
- αυτοβιογράφηση
- αυτοβιογραφικός
- αυτοβιογράφος
- αυτοβιογραφούμαι
- αυτοβιογραφούμενος
- → δείτε τις λέξεις αυτός, βιογραφία, βίος και γράφω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.