βιογράφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η βιογράφος οι βιογράφοι
      γενική του/της βιογράφου των βιογράφων
    αιτιατική τον/τη βιογράφο τους/τις βιογράφους
     κλητική βιογράφε βιογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βιογράφος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

βιογράφος αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.