βιντεοσκοπημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βιντεοσκοπημένος | η | βιντεοσκοπημένη | το | βιντεοσκοπημένο |
| γενική | του | βιντεοσκοπημένου | της | βιντεοσκοπημένης | του | βιντεοσκοπημένου |
| αιτιατική | τον | βιντεοσκοπημένο | τη | βιντεοσκοπημένη | το | βιντεοσκοπημένο |
| κλητική | βιντεοσκοπημένε | βιντεοσκοπημένη | βιντεοσκοπημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βιντεοσκοπημένοι | οι | βιντεοσκοπημένες | τα | βιντεοσκοπημένα |
| γενική | των | βιντεοσκοπημένων | των | βιντεοσκοπημένων | των | βιντεοσκοπημένων |
| αιτιατική | τους | βιντεοσκοπημένους | τις | βιντεοσκοπημένες | τα | βιντεοσκοπημένα |
| κλητική | βιντεοσκοπημένοι | βιντεοσκοπημένες | βιντεοσκοπημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
βιντεοσκοπημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.