βιντεοσκοπώ
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
- βιντεοσκοπημένος
- βιντεοσκόπηση
- βιντεοσκοπικός
- → δείτε τις λέξεις βίντεο και σκοπός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | βιντεοσκοπώ | βιντεοσκοπούσα | θα βιντεοσκοπώ | να βιντεοσκοπώ | βιντεοσκοπώντας | |
| β' ενικ. | βιντεοσκοπείς | βιντεοσκοπούσες | θα βιντεοσκοπείς | να βιντεοσκοπείς | (βιντεοσκόπει) | |
| γ' ενικ. | βιντεοσκοπεί | βιντεοσκοπούσε | θα βιντεοσκοπεί | να βιντεοσκοπεί | ||
| α' πληθ. | βιντεοσκοπούμε | βιντεοσκοπούσαμε | θα βιντεοσκοπούμε | να βιντεοσκοπούμε | ||
| β' πληθ. | βιντεοσκοπείτε | βιντεοσκοπούσατε | θα βιντεοσκοπείτε | να βιντεοσκοπείτε | βιντεοσκοπείτε | |
| γ' πληθ. | βιντεοσκοπούν(ε) | βιντεοσκοπούσαν(ε) | θα βιντεοσκοπούν(ε) | να βιντεοσκοπούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | βιντεοσκόπησα | θα βιντεοσκοπήσω | να βιντεοσκοπήσω | βιντεοσκοπήσει | ||
| β' ενικ. | βιντεοσκόπησες | θα βιντεοσκοπήσεις | να βιντεοσκοπήσεις | βιντεοσκόπησε | ||
| γ' ενικ. | βιντεοσκόπησε | θα βιντεοσκοπήσει | να βιντεοσκοπήσει | |||
| α' πληθ. | βιντεοσκοπήσαμε | θα βιντεοσκοπήσουμε | να βιντεοσκοπήσουμε | |||
| β' πληθ. | βιντεοσκοπήσατε | θα βιντεοσκοπήσετε | να βιντεοσκοπήσετε | βιντεοσκοπήστε | ||
| γ' πληθ. | βιντεοσκόπησαν βιντεοσκοπήσαν(ε) |
θα βιντεοσκοπήσουν(ε) | να βιντεοσκοπήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω βιντεοσκοπήσει | είχα βιντεοσκοπήσει | θα έχω βιντεοσκοπήσει | να έχω βιντεοσκοπήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις βιντεοσκοπήσει | είχες βιντεοσκοπήσει | θα έχεις βιντεοσκοπήσει | να έχεις βιντεοσκοπήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει βιντεοσκοπήσει | είχε βιντεοσκοπήσει | θα έχει βιντεοσκοπήσει | να έχει βιντεοσκοπήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε βιντεοσκοπήσει | είχαμε βιντεοσκοπήσει | θα έχουμε βιντεοσκοπήσει | να έχουμε βιντεοσκοπήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε βιντεοσκοπήσει | είχατε βιντεοσκοπήσει | θα έχετε βιντεοσκοπήσει | να έχετε βιντεοσκοπήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν βιντεοσκοπήσει | είχαν βιντεοσκοπήσει | θα έχουν βιντεοσκοπήσει | να έχουν βιντεοσκοπήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.