βιντεοσκοπημένου
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος μετοχής
βιντεοσκοπημένου
- γενική ενικού, αρσενικού γένους του βιντεοσκοπημένος
- γενική ενικού, ουδέτερου γένους του βιντεοσκοπημένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.