βαυκάλημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βαυκάλημα | τα | βαυκαλήματα |
| γενική | του | βαυκαλήματος | των | βαυκαλημάτων |
| αιτιατική | το | βαυκάλημα | τα | βαυκαλήματα |
| κλητική | βαυκάλημα | βαυκαλήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βαυκάλημα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βαυκάλημα [1]
Ουσιαστικό
βαυκάλημα ουδέτερο
- (παρωχημένο, δημοτική) νανούρισμα
- απατηλή υπόσχεση, αβάσιμη ελπίδα, η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βαυκαλίζω
- ≈ συνώνυμα: βαυκάλισμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη βαυκαλίζω
Μεταφράσεις
νανούρισμα
|
→ δείτε τη λέξη νανούρισμα |
απατηλή υπόσχεση, ελπίδα
|
→ δείτε τη λέξη βαυκάλισμα |
Αναφορές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| βαυκᾰλημᾰτ- | ||||||||
| ονομαστική | τὸ | βαυκάλημᾰ | τὰ | βαυκαλήμᾰτᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | βαυκαλήμᾰτος | τῶν | βαυκαλημᾰ́των | ||||
| δοτική | τῷ | βαυκαλήμᾰτῐ | τοῖς | βαυκαλήμᾰσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸ | βαυκάλημᾰ | τὰ | βαυκαλήμᾰτᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | βαυκάλημᾰ | βαυκαλήμᾰτᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βαυκαλήμᾰτε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | βαυκαλημᾰ́τοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Συνώνυμα
- βαυκάλησις
- βαυκαλισμός
- καταβαυκάλησις
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη βαυκαλάω
Πηγές
- βαυκάλημα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.