βαυκαλάω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

βαυκαλάω αβέβαιου ετύμου
1) < αρχαία ελληνική βαυβάω ("αποκοιμιέμαι, κοιμίζω κάποιον")[1]. Διαφορετικό το βαΰζω ηχομιμητικό βαῦ βαῦ ("κραυγάζω, γαβγίζω") (απ' όπου δυσβάϋκτος)
2) υπόθεση: < βαῦ (<βαυβάω) + κηλέω ("μαγεύω, τέρπω")[2]

Ρήμα

βαυκαλάω, βαυκαλῶ [ᾰ] (ελληνιστική κοινή)

  1. κοιμίζω, νανουρίζω
  2. (μεταφορικά) φροντίζω
  3. βοώ, κραυγάζω, φωνάζω δυνατά[3]

Συγγενικά

Με σημασία 'νανουρίζω'

  • βαυκάλη
  • βαυκάλημα
  • βαυκάλησις
  • καταβαυκαλάω, καταβαυκαλίζω (1η σημασία)
  • καταβαυκάλησις

Με σημασία 'προσποιούμαι συστολή, σεμνότητα, χαϊδεύομαι'

  • βαύκαλις ("αγγείο ψυκτικό υγρού" σκοτεινού ετύμου)
    • βαυκάλιον
    • καταβαυκαλίζω (2η σημασία)
  • βαυκίδες ("είδος γυναικείων παπουτσιών")
  • Βαῦκις, Βαυκίς

Αναφορές

  1. Hofmann, J. B. Ἐτυμολογικόν Λεξικόν τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς. Μτφρ: Αντώνιος Δ. Παπανικολάου. Αθήνα: 1974. (Γερμανικά: Etymologisches Wörterbuch des Griechischen. Munich: R. Oldenbourg, 1949.)
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  3. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
    Η σημασία 'φωνάζω' στο λήμμα του Λεξικού Δημητράκου (με παράθεμα από το έργο Λεξιφάνης του Λουκιανού), δεν σημειώνεται στο Λεξικό Λίντελλ-Σκοτ-Τζόουνς.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.