νανούρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νανούρισμα τα νανουρίσματα
      γενική του νανουρίσματος των νανουρισμάτων
    αιτιατική το νανούρισμα τα νανουρίσματα
     κλητική νανούρισμα νανουρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νανούρισμα < νανουρίζω < ναναρίζω < νάνι

Προφορά

ΔΦΑ : /naˈnu.ɾi.zma/

Ουσιαστικό

νανούρισμα ουδέτερο

  1. σιγανό και απαλό τραγούδι που τραγουδάμε (συνήθως σε ένα βρέφος ή μικρό παιδί) για να αποκοιμηθεί
  2. (κατ’ επέκταση) οποισδήποτε ρυθμικά επαναλαμβανόμενος ήχος μπορεί να μας κάνει να κοιμηθούμε
    το νανούρισμα του τρένου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.