baie

Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
baie baies

baie (fr) θηλυκό

  1. (γεωγραφία) κόλπος
  2. άνοιγμα
  3. (φρούτο) γενικός όρος για τα βατόμουρα και άλλα μικρά φρούτα από θάμνους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.