baie
Γαλλικά
(fr)
Προφορά
ⓘ
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
baie
baies
baie
(fr)
θηλυκό
(
γεωγραφία
)
κόλπος
άνοιγμα
(
φρούτο
)
γενικός όρος για τα
βατόμουρα
και άλλα μικρά φρούτα από
θάμνους
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.