λουτήρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | λουτήρ | οἱ | λουτῆρες | ||||
| γενική | τοῦ | λουτῆρος | τῶν | λουτήρων | ||||
| δοτική | τῷ | λουτῆρῐ | τοῖς | λουτῆρσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν | λουτῆρᾰ | τοὺς | λουτῆρᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | λουτήρ | λουτῆρες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λουτῆρε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | λουτήροιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- λουτήρ < λού(ω) + -τήρ
Ουσιαστικό
λουτήρ, -ῆρος αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) μεγάλο αγγείο για λούσιμο
- (ελληνιστική κοινή) λεκάνη για πλύσιμο σώματος
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιά Διαθήκη, Έξοδος, 30.28, κατά την Μετάφραση των Εβδομήκοντα @scaife.perseus
- καὶ τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων καὶ πάντα αὐτοῦ τὰ σκεύη, καὶ τὴν τράπεζαν καὶ πάντα τὰ σκεύη αὐτῆς, καὶ τὸν λουτῆρα·
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιά Διαθήκη, Έξοδος, 38.27, κατά την Μετάφραση των Εβδομήκοντα @scaife.perseus
- καὶ ἐποίησεν τὸν λουτῆρα, ἵνα νίπτωνται [*] ἐξ αὐτοῦ Μωσῆς καὶ Ἀαρὼν καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ τὰς χεῖρας αὐτῶν καὶ τοὺς πόδας, εἰσπορευομένων αὐτῶν εἰς τὴν σκηνὴν τοῦ μορτυρίου·(sic)
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιά Διαθήκη, Έξοδος, 30.28, κατά την Μετάφραση των Εβδομήκοντα @scaife.perseus
- (ελληνιστική κοινή) μπανιέρα
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 5, 42 @scaife.perseus, @el.wikisource
- ἦν δὲ καὶ βαλανεῖον τρίκλινον πυρίας χαλκᾶς ἔχον τρεῖς καὶ λουτῆρα πέντε μετρητὰς δεχόμενον ποικίλον τοῦ Ταυρομενίτου λίθου,
- ≈ συνώνυμα: ἀσάμινθος, πύελος
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 5, 42 @scaife.perseus, @el.wikisource
- (ελληνιστική κοινή) (χριστιανισμός) κρήνη με αγιασμένο νερό, βαπτιστήριο
Συγγενικά
- λουτηρία
- λουτηρίδιον: υποκοριστικό του λουτήριον
- λουτήριον: υποκοριστικό του λουτήρ
- λουτηρίσκος: υποκοριστικό του λουτήρ
- λωτήριον: δωρικός τύπος του λουτήριον
- → και δείτε τη λέξη λούω
Πηγές
- λουτήρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.