βαθύβιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βαθύβιος | η | βαθύβια | το | βαθύβιο |
| γενική | του | βαθύβιου | της | βαθύβιας | του | βαθύβιου |
| αιτιατική | τον | βαθύβιο | τη | βαθύβια | το | βαθύβιο |
| κλητική | βαθύβιε | βαθύβια | βαθύβιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βαθύβιοι | οι | βαθύβιες | τα | βαθύβια |
| γενική | των | βαθύβιων | των | βαθύβιων | των | βαθύβιων |
| αιτιατική | τους | βαθύβιους | τις | βαθύβιες | τα | βαθύβια |
| κλητική | βαθύβιοι | βαθύβιες | βαθύβια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία 1
- βαθύβιος < βαθύ- + βίος
Μεταφράσεις
- → δείτε και τη λέξη βαθυπελαγικός
Ετυμολογία 2
- βαθύβιος < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) αγγλική bathybius [2] < bathy- (< αρχαία ελληνική βαθύς) + -bius (< νεολατινική -bius < αρχαία ελληνική βίος)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βαθύβιος | οι | βαθύβιοι |
| γενική | του | βαθύβιου | των | βαθύβιων |
| αιτιατική | τον | βαθύβιο | τους | βαθύβιους |
| κλητική | βαθύβιε | βαθύβιοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
βαθύβιος αρσενικό
- (βιολογία) άμορφη, βλεννώδους υφής μάζα που εντοπίστηκε από τον Τόμας Χάξλεϋ (1825-1895) στα βάθη του Ατλαντικού Ωκεανού
Αναφορές
- Επιτροπής Φιλολόγων (χ.χ. [≈1961]), Σύγχρονον λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Αθήνα: Άτλας, σελ. 358.
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.