βαθμιαία

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βαθμιαία < βαθμιαίος +

Επίρρημα

βαθμιαία

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

βαθμιαία

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του βαθμιαίος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του βαθμιαίος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.