αύτανδρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αύτανδρος η αύτανδρη το αύτανδρο
      γενική του αύτανδρου της αύτανδρης του αύτανδρου
    αιτιατική τον αύτανδρο την αύτανδρη το αύτανδρο
     κλητική αύτανδρε αύτανδρη αύτανδρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αύτανδροι οι αύτανδρες τα αύτανδρα
      γενική των αύτανδρων των αύτανδρων των αύτανδρων
    αιτιατική τους αύτανδρους τις αύτανδρες τα αύτανδρα
     κλητική αύτανδροι αύτανδρες αύτανδρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αύτανδρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή αὔτανδρος. Συγχρονικά αναλύεται σε αύτ- + άνδρ(ας) + -ος

Επίθετο

αύτανδρος -η -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.