αύτανδρων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αύτανδρων

  1. γενική πληθυντικού του αύτανδρος
  2. γενική πληθυντικού του αύτανδρη
  3. γενική πληθυντικού του αύτανδρο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.