αὔξησις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική αὔξησῐς αἱ αὐξήσεις
      γενική τῆς αὐξήσεως τῶν αὐξήσεων
      δοτική τῇ αὐξήσει ταῖς αὐξήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν αὔξησῐν τὰς αὐξήσεις
     κλητική ! αὔξησῐ αὐξήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  αὐξήσει
γεν-δοτ τοῖν  αὐξησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αὔξησις < αὔξω και αὐξάνω, αὐξη- + -σις

Ουσιαστικό

αὔξησις θηλυκό

  1. η ανάπτυξη, το μεγάλωμα
     συνώνυμα: αὔξη
  2. (ελληνιστική σημασία , γραμματική) η αύξηση πριν από την αρχική συλλαβή ρηματικών τύπων

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη αὐξάνω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.