αὔλειος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | αὔλειος | ἡ | αὐλείᾱ & αὔλειος |
τὸ | αὔλειον |
| γενική | τοῦ | αὐλείου | τῆς | αὐλείᾱς & αὐλείου |
τοῦ | αὐλείου |
| δοτική | τῷ | αὐλείῳ | τῇ | αὐλείᾳ & αὐλείῳ |
τῷ | αὐλείῳ |
| αιτιατική | τὸν | αὔλειον | τὴν | αὐλείᾱν & αὔλειον |
τὸ | αὔλειον |
| κλητική ὦ! | αὔλειε | αὐλείᾱ & αὔλειε |
αὔλειον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | αὔλειοι | αἱ | αὔλειαι & αὔλειοι |
τὰ | αὔλειᾰ |
| γενική | τῶν | αὐλείων | τῶν | αὐλείων & αὐλείων |
τῶν | αὐλείων |
| δοτική | τοῖς | αὐλείοις | ταῖς | αὐλείαις & αὐλείοις |
τοῖς | αὐλείοις |
| αιτιατική | τοὺς | αὐλείους | τὰς | αὐλείᾱς & αὐλείους |
τὰ | αὔλειᾰ |
| κλητική ὦ! | αὔλειοι | αὔλειαι & αὔλειοι |
αὔλειᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αὐλείω | τὼ | αὐλείᾱ & αὐλείω |
τὼ | αὐλείω |
| γεν-δοτ | τοῖν | αὐλείοιν | τοῖν | αὐλείαιν & αὐλείοιν |
τοῖν | αὐλείοιν |
| Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αὔλειος < αὐλ(ή) + -ιος
Πηγές
- αὔλειος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αὔλειος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.