αψέντι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αψέντι | τα | αψέντια |
| γενική | του | αψεντιού | των | αψεντιών |
| αιτιατική | το | αψέντι | τα | αψέντια |
| κλητική | αψέντι | αψέντια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

ένα ποτηράκι αψέντι
Ετυμολογία
- αψέντι < (άμεσο δάνειο) γαλλική absinth(e) + -ι < λατινική absinthium < ελληνιστική κοινή ἀψίνθιον ή προέλευσης τουρκικής ή περσικής < (αρχαία ελληνική ἄψινθος) (αντιδάνειο) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈpsen.di/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ψέ‐ντι
Ουσιαστικό
αψέντι ουδέτερο
- (ποτό) δυνατό οινοπνευματώδες ποτό με κύρια συστατικά την άψινθο και το γλυκάνισο
- ↪ ο Τουλούζ Λοτρέκ ήταν λάτρης του αψεντιού
- ※ Τῆς εἶπα κι ἔσβησε τὸ φῶς. Ἐπέσαμε μαζί.
Τὰ δάχτυλά μου καθαρὰ μέτρααν τὰ κόκαλά της.
Βρωμοῦσε ἀψέντι. (Νίκος Καββαδίας, Μαραμπού)
Μεταφράσεις
Αναφορές
- αψέντι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.