αψινθιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αψινθιά | οι | αψινθιές |
| γενική | της | αψινθιάς | των | αψινθιών |
| αιτιατική | την | αψινθιά | τις | αψινθιές |
| κλητική | αψινθιά | αψινθιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αψινθιά < (ελληνιστική κοινή) ἀψινθία
Μεταφράσεις
αψινθιά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.