αψιφιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αψιφιά | οι | αψιφιές |
| γενική | της | αψιφιάς | των | αψιφιών |
| αιτιατική | την | αψιφιά | τις | αψιφιές |
| κλητική | αψιφιά | αψιφιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αψιφιά < → δείτε τη λέξη αψιθιά
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.psiˈfça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ψι‐φιά
Μεταφράσεις
αψιφιά
|
→ δείτε τη λέξη άψινθος |
Πηγές
- αψιθιά - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.