αρτεμισία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αρτεμισία | οι | αρτεμισίες |
| γενική | της | αρτεμισίας | των | αρτεμισιών |
| αιτιατική | την | αρτεμισία | τις | αρτεμισίες |
| κλητική | αρτεμισία | αρτεμισίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αρτεμισία < (ελληνιστική κοινή) ἀρτεμισία < αρχαία ελληνική Ἀρτεμισία < Ἄρτεμις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.