αφρογέννητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφρογέννητος η αφρογέννητη το αφρογέννητο
      γενική του αφρογέννητου της αφρογέννητης του αφρογέννητου
    αιτιατική τον αφρογέννητο την αφρογέννητη το αφρογέννητο
     κλητική αφρογέννητε αφρογέννητη αφρογέννητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφρογέννητοι οι αφρογέννητες τα αφρογέννητα
      γενική των αφρογέννητων των αφρογέννητων των αφρογέννητων
    αιτιατική τους αφρογέννητους τις αφρογέννητες τα αφρογέννητα
     κλητική αφρογέννητοι αφρογέννητες αφρογέννητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αφρογέννητος < αφρο- + -γέννητος

Επίθετο

αφρογέννητος, -η, -ο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.